φυσίγγη

φυσίγγη
η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) στρ.
1. σακουλάκι με πυρίτιδα για το γέμισμα τών παλαιών πυροβόλων
2. βλήμα πυροβόλου, κάλυκας με το γέμισμα και τη βολίδα
αρχ.
η φῦσιγξ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. φῦσιγξ, κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυσίγγη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσίγγιο — το, Ν 1. πυρομαχικά πολεμικού ή κυνηγετικού όπλου, που περιλαμβάνει, σε ενιαίο σύνολο, βλήμα και προωθητική γόμωση, εγκλεισμένα σε περίβλημα ή σε κάλυκα εφοδιασμένον με εμπύρευμα 2. (ηλεκτρολ. τεχνολ.) ανταλλακτικό στοιχείο αποζεύκτη κυκλώματος… …   Dictionary of Greek

  • φυσιγγοδόχη — η, Ν στρ. θήκη με τις φυσίγγες για τη βολή πυροβολικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φυσιγγοθήκη — η, Ν στρ. θήκη για φυσίγγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”